- εμψύχω
- ἐμψύχω (Α)κάνω κάτι δροσερό, ψυχρό, δροσίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμψυχῶ — ἐμψυχόω animate pres subj act 1st sg ἐμψυχόω animate pres ind act 1st sg ἐμψῡχῶ , ἐμψυχόω animate pres subj act 1st sg ἐμψῡχῶ , ἐμψυχόω animate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμψύχῳ — ἐμψύ̱χῳ , ἔμψυχος having life in one masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμψυχώνω — και εμψυχώ ( όω) (AM ἐμψυχῶ, Μ και ἐμψυχώνω) 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον ζωντανό, έμψυχο, ζωντανεύω, δίνω ζωή, επαναφέρω στη ζωή («ἐνεψύχωσε δ ὁ γλύπτας τὸν λίθον», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω, τονώνω, δίνω δύναμη, εμπνέω θάρρος («το… … Dictionary of Greek